ζυγαίος

ζυγαίος
ζυγαῑος, -α, -ον (Α) [ζυγόν]
ζύγιος, αυτός που αποτελεί ζευγάρι μαζί με κάποιον άλλο, συνδεδεμένος, αλληλένδετος με κάποιον ή κάτι («ζυγαῑα... φῶς καὶ ἀθανασία», Ιω. Χρυσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”